- τύφλους
- τυφλόωblindimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυφλούς — τυφλός blind masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μπράιγ, Λουί — (Luis Braille, Κουβρέ 1809 – Παρίσι 1852). Γάλλος εφευρέτης του αλφάβητου για τους τυφλούς, που φέρει το όνομά του. Έχασε την όρασή του από ατύχημα και εκπαιδεύτηκε στο Ίδρυμα των Τυφλών στο Παρίσι, όπου σπούδασε μουσική και έγινε επιδέξιος… … Dictionary of Greek
Τσαμουρτζής, Ευάγγελος — (Πέργαμος, Μικρά Ασία 1888 – Αθήνα 1965). Έλληνας εφευρέτης, κουρδιστής και μουσικός. Τυφλός από παιδί, το 1910 πηγαίνει στην Αθήνα για μουσικές σπουδές στο Ωδείο Aθηνών. Με την υποστήριξη του τότε διευθυντή του Ωδείου Γ. Νάζου, συνεχίζει τις… … Dictionary of Greek
αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… … Dictionary of Greek
αλφάβητο — Κάθε σύστημα γραφής μιας γλώσσας, με την ευρεία έννοια. Πιο ειδικά, είναι το σύνολο των σημείων που χρησιμοποιούνται για τις αλφαβητικές γραφές, οι οποίες διακρίνονται από τις ιδεογραφικές ή τις συλλαβογραφικές. Στην αλφαβητική γραφή, κάθε απλός… … Dictionary of Greek
αφεγγής — ές και άφεγγος, η, ο (AM ἀφεγγής, ές) [φέγγος] ο δίχως φέγγος, ο σκοτεινός νεοελλ. επίρρ. άφεγγα πριν ξημερώσει αρχ. 1. αόρατος, αμυδρός, δυσδιάκριτος 2. ατυχής, δυστυχισμένος 3. ο τυφλός 4. φρ. «νυκτὸς ἀφεγγὲς βλέφαρον» το φεγγάρι 5. «φῶς… … Dictionary of Greek
δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… … Dictionary of Greek
διπλογράφος — ο, η 1. αυτός που γνωρίζει διπλογραφία, λογιστής που τηρεί βιβλία σύμφωνα με το διπλογραφικό σύστημα 2. εργαλείο που γράφει ταυτόχρονα σε δύο φύλλα χαρτιού 3. (ειδ.) πιεστήριο με το οποίο εκτυπώνονται ταυτόχρονα πάνω στο ίδιο φύλλο χαρτιού τα… … Dictionary of Greek
παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… … Dictionary of Greek
πολυβλέπων — οντος, ὁ, Α 1. αυτός που βλέπει πολύ 2. (κατ ευφ.) τυφλός («καθάπερ γὰρ τοὺς τυφλοὺς καλοῡσιν oἱ πολλοὶ πολυβλέποντας», Ιωάνν. Χρυσ.) 5. πολύβλεπτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βλέπων, μτχ. τού βλέπω (πρβλ. κατω βλέπων)] … Dictionary of Greek